- παρασχιστης
- παρασχίστηςπαρα-σχίστης-ου ὅ1) вскрыватель трупов, т.е. бальзамировщик Diod.2) вор-взломщик
(ἀνδροφόνοι καὴ παρασχίσται Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνδροφόνοι καὴ παρασχίσται Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρασχιστής — και παρασχίστης, ὁ, Α [παρασχίζω] 1. αυτός που σχίζει από τα πλάγια ή κατά μήκος τα σώματα για να τά ταριχεύσει 2. ο ακρωτηριαστής 3. διαρρήκτης, κλέφτης που κάνει διάρρηξη θύρας … Dictionary of Greek
παρασχιστεία — ἡ, Α [παρασχιστής] νεκροτομία, ιδίως τομή για ταρίχευση … Dictionary of Greek
παρασχιστικός — ή, όν, Α [παρασχίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρασχίστη, στον ταριχευτή … Dictionary of Greek